σιντέφι
Смотреть что такое "σιντέφι" в других словарях:
σιντέφι — το, Ν βλ. σεντέφι … Dictionary of Greek
σιντέφι — το βλ. σεντέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεντέφι — και σιντέφι και συντέφι, το, Ν ο μάργαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sedef] … Dictionary of Greek
sidef — SIDÉF, (2) sidefuri, s.n. 1. Materie dură, albă, lucioasă şi cu irizaţii, care formează stratul interior al cochiliei unor scoici şi din care se fac nasturi, mânere, ornamente etc.; nacru. 2. Ornament, incrustaţie, obiect de sidef (1). – Din tc.… … Dicționar Român
σεντέφι — σεντέφι, το και σιντέφι, το (λ. τουρκ.), είδος πολύτιμου λίθου, μαργαρίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)